ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Όταν
εγκαινιάσαμε τη σειρά Analecta Historica
στα πλαίσια της εκδοτικής δραστηριότητας του Αποστολικού Βικαριάτου
Θεσσαλονίκης, θελήσαμε να αναδείξουμε πτυχές της ιστορικής παρουσίας της
Καθολικής Εκκλησίας σε περιοχές του ελλαδικού χώρου όπου αυτή ήταν σχεδόν
άγνωστη.
Η
επιλογή αποδείχθηκε εύστοχη. Αρχίσαμε το 2008 με την Δυτική Θράκη και σε
μερικούς μόλις μήνες η μελέτη έτυχε του ενδιαφέροντος της περιοχής και έγινε
και δεύτερη έκδοση η οποία σε μικρό χρονικό διάστημα εξαντλήθηκε κι αυτή.
Συνεχίζοντας
στην ίδια κατεύθυνση, παρουσιάζουμε τώρα πτυχές από την ιστορία της Καθολικής
Εκκλησίας στην Ήπειρο. Πρόκειται για μια μελέτη καρπό αρχειακής και επιτόπιας
έρευνας, πρώτιστα για την καθολική Ενορία του Αγ. Ανδρέα στην Πρέβεζα, αλλά και
για τα Ιωάννινα, την Πάργα και την Άρτα με ισχνότερη καθολική παρουσία.
Το
βιβλίο εστιάζεται στην νεότερη εποχή και συγκεκριμένα από την σύσταση των
φραγκισκανών αποστολών σε Πρέβεζα και Ιωάννινα. Σε όλες σχεδόν τις πηγές, η
παρουσία της Καθολικής Εκκλησίας στην Ήπειρο του 19ου-20ου
αι. ταυτίζεται ή καλύτερα συγχέεται με την αυστριακή και κυρίως με την ιταλική
προπαγάνδα στην περιοχή. Αυτή η αντίληψη εδράζεται, εκτός των άλλων, στο ότι
και οι ιερείς και όλοι σχεδόν οι καθολικοί της εποχής είναι Ιταλοί. Κατ’
επέκταση ταυτίζεται η Καθολική Εκκλησία της περιοχής άλλοτε με την
Αυστοουγγαρία, άλλοτε με το Ιταλικό Κράτος. Σ’ αυτή την λανθασμένη θεώρηση,
όπως διαπιστώνεται στο βιβλίο, οφείλονται πολλές προστριβές με κρατικούς και
άλλους φορείς.
Παραμένει
γεγονός, διαπιστωμένο από την ιστορική έρευνα, ότι η πολιτική και κυρίως η εμπορική ώθηση των
θαλασσινών δημοκρατιών της Βενετίας και της Γένοβας, αρχής γενομένης από τον 13ο
αι., δημιούργησε διάσπαρτες ιταλικές παροικίες σε όλη τη Μεσόγειο. Σ’ αυτές τις
παροικίες δημιουργήθηκαν αργότερα κέντρα εκπαίδευσης, πρώτιστα από πρωτοβουλία
των Ιταλών μοναχών που παρείχαν τις θρησκευτικές τους υπηρεσίες. Αυτά τα
υποτυπώδη ιταλικά σχολεία, ενοριακού χαρακτήρα, εμπνέονταν από βαθειά
θρησκευτικά συναισθήματα, στερούνταν οργάνωσης και βέβαια σταθερότητα
λειτουργίας. Η εκπαίδευση λοιπόν στις ιταλικές παροικίες της Ανατολής ήταν
αποκλειστικά στα χέρια των μοναχικών Ταγμάτων το πρώτο μισό του 19ου
αι. Μετά την εθνική ολοκλήρωση της ιταλικής χερσονήσου (1861-1870) μπορεί
κανείς να κάνει λόγω για μια εκπαιδευτική πολιτική, η οποία σταδιακά πήρε
έντονα χαρακτηριστικά προπαγάνδας. Παραμένουν δυσδιάκριτα τα αποτελέσματα αυτής
της πολιτικής στα σχολεία των φραγκισκανών στην Πρέβεζα και στα Γιάννενα, τα
οποία είναι ταυτόχρονα ιταλικά αλλά και καθολικά. Η εχθρότητα Ιταλικού
Κράτους-Καθολικής Εκκλησίας εξαιτίας του Ρωμαϊκού Ζητήματος (1870-1929)
μετρίαζαν αισθητά την διείσδυση των εθνικών ιδεωδών διότι αυτά ήταν ως ένα
βαθμό αντικληρικά. Αυτό όμως δύσκολα μπορούσε να γίνει κατανοητό από την
ιστοριογραφία της εποχής με τις ξένες προπαγάνδες σε έξαρση.
Ένα
μεγάλο μέρος της μελέτης πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν τον σημερινό
πολύπαθο καθολικό ναό του Αγ. Ανδρέα στην Πρέβεζα (διεκδικήσεις, αλλαγές χρήσης,
αναστυλώσεις, καταστροφές). Ευτυχής είναι η συγκυρία της παρούσας έκδοσης με
την 110η επέτειο από την ανέγερση του ναού (1902-2012) και την 100η
επέτειο των ελευθερίων της Πρέβεζας και, με διαφορά τεσσάρων μηνών, και των
Ιωαννίνων.
Δυστυχώς
η λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατάστρεψε το σύνολο σχεδόν των εγγράφων
της Καθολικής Εκκλησίας στην Ήπειρο και στα Επτάνησα. Οι μόνες αρχειακές πηγές
που ενδεχόμενα έχουν υλικό για την Ήπειρο, είτε δεν έχουν ανοίξει πλήρως στην
έρευνα (βλ. το Αρχείο του Βατικανού από το 1919 κε. και το Αρχείο της
Προπαγάνδας από το 1902 κε.) είτε δεν είναι εύκολη η πρόσβαση σ’ αυτές (Αρχείο
Επαρχίας Τουρκίας-Ελλάδος των Ελασσόνων Φραγκισκανών στην Κωνσταντινούπολη έως
το 1930).
Ως εκ
τούτου, υπάρχουν μεγάλες χρονικοί περίοδοι αρχειακής ‘’σιωπής’’. Ας είναι αυτή
η έκδοση έναυσμα περαιτέρω διερεύνησης και μελέτης. Σε παράρτημα δημοσιεύονται
39 έγγραφα από εκκλησιαστικές κυρίως πηγές στις οποίες δεν είναι εύκολη η
πρόσβαση, προς τεκμηρίωση και διευκόλυνση του αναγνώστη. Τα περισσότερα από
αυτά τα έγγραφα δημοσιεύονται για πρώτη φορά.
Η έρευνα δεν θα μπορούσε να
γίνει μεθοδικά και τεκμηριωμένα εάν δεν υπήρχε η πρόθυμη, η γενναιόδωρη σε
υποδείξεις και χρόνο και η εξαιρετικά ευγενική αρωγή του κ. Νικολάου Δ.
Καράμπελα και της κ. Σοφίας Σοφοπούλου στο Ίδρυμα ΑΚΤΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ, του
εκπαιδευτικού Ματθαίου Φιλιππούση στην Πρέβεζα. Από την Αρχιεπισκοπή Κερκύρας
οφείλονται ευχαριστίες στο Γραμματέα-Αρχειοφύλακα κ. Σπύρο Γαούτση και στον
Σεβαστό π. Giulio Gramegna, Ηγούμενων των ππ. Καπουκίνων
Κερκύρας και Λειτουργό των Καθολικών της Ηπείρου ο οποίος μου παρείχε φιλοξενία
στα Ιωάννινα. Ευχαριστίες πολλές οφείλονται επίσης στον αρχειοφύλακα της
Επαρχίας Τοσκάνης των Ελασσόνων Φραγκισκανών Σεβαστό π. Ottaviano Giovannetti, ο οποίος διευκόλυνε τις
έρευνες μου στη Φλωρεντία, στην καθηγήτρια κ. Ελένη Κίγκα, στον κ. Κωνσταντίνο
Μπίλλη και στην δίδα Δήμητρα Μανούση της Βιβλιοθήκης της Εταιρείας Ηπειρωτικών
Μελετών στα Ιωάννινα.